- τίγκα
- και τρίγκα Νεπίρρ. (για δοχείο ή για χώρο) πλήρως, ξέχειλα, φίσκα (α. «τό γέμισε τίγκα το μπουκάλι» β. «το σπίτι ήταν τίγκα»).[ΕΤΥΜΟΛ. Πίθ. < ιταλ. diga «επίχωμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τίγκα — (λ. ιταλ.), επίρρ. ποσ., ίσαμε επάνω, φίσκα: Το βαρέλι είναι γεμάτο τίγκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιγκάρω — Ν [τίγκα] 1. (σχετικά με δοχείο) γεμίζω έως επάνω, ξεχειλίζω 2. (αμτβ.) γεμίζω ασφυκτικά («τίγκαρε το θέατρο») 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τιγκαρισμένος, η, ο (για δοχείο ή για χώρο) γεμάτος ασφυκτικά … Dictionary of Greek
τρίγκα — η, Ν ναυτ. 1. είδος δεσμού για έχμαση τής σωσίβιας λέμβου 2. η κάτω από το θωράκιο μεταλλική στεφάνη τής στήλης ιστού, αλλ. τρίγκα τής κόφας 3. (ως επίρρ.) βλ. τίγκα … Dictionary of Greek